- λινοῦν
- λίνεοςof flaxmasc acc sg (attic epic)λίνεοςof flaxneut nom/voc/acc sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαρτός — ή, ό (AM δαρτός, ή, όν) νεοελλ. 1. δαρμένος, ξυλοκοπημένος 2. (για τη βροχή) ραγδαία («πιάνει μια δαρτή βροχή, νεροποντή σωστή») 3. (για το γάλα, τα αβγά κ.λπ.) όποιος έχει υποστεί έντονη ανατάραξη κατά την επεξεργασία του («δαρτό γάλα») μσν. φρ … Dictionary of Greek
ναφρόν — ναφρόν, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λινοῡν ῥάμμα» … Dictionary of Greek